Persephone

by Legion

Διαβάτη, σαν περνάς στάξε μου νερό ξερός κι ας φαίνομαι. Μια στάλα απ’το φλασκί σου να απλώσω κλαδια που γατζώνουν τα όνειρα τα ανθρώπινα σαν νυχτώνει.

Να ξέρεις. Μήτε βλογημένα ονείρατα θα θωρείς, εκείνα τα χρυσαφιά των ζεστών ήλιων που αστράφτουν στην ιδρωμένη χλόη. Μήτε εφιάλτες των παλιών θεών, του νεαρού Ανθρώπου φρίκες. Μόνου θα πεθαίνεις κάθε σούρουπο, και κάθε αυγή ήσυχος θα γεννιέσαι.

Διαβάτη στάξε μου μια στάλα νερό σαν διαβαίνεις, φίλος είμαι ξερός κι ας φαίνομαι. Και σαν σβήσει το φως σου στις ρίζες μου έλα αγκαλιά για πάντα να κοιμάσαι, των παιδιών σου σειρά πια φύλακας να είμαι. Και για φεγγάρια πολλά οι γενιές σου θα με ποτίζουν γιατί φίλος είμαι νεκρός κι ας φαίνομαι.

Και σαν εκραγεί δαύτη η αυγή που η γενιά σου χάσει, το τελευταίο εγγόνι σου στον τάφο να κουρνιάσει. Τα όνειρα εκόπασαν στα γέρικα κλαδιά μου και η γενιά σου άπνοη τις ρίζες μου ταΐζει.

Να’σουν εδώ διαβάτη, να δεις τα μπουμπούκια μου να σκάνε! Φύλακας και καλός φρουρός ήμουν, ολάνθιστος και μπουμπουκιασμένος τώρα θα κοιμηθώ. Ξερός πια όχι. Μα τα δικά μου όνειρα στον Άδη βολοδέρνουν.

Σειρά σου πιά φύλακας μου να’σαι.

17021937_457835084547426_3092372016124345337_n